- κατθναίσκω
- κατθναίσκω (Α)(αιολ. τ. τού καταθνῄσκω*) αποθνήσκω, πεθαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατθυτός — κατθυτός, ή, όν (Α) επιγρ. ιερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατά θυτος (πρβλ. και κάτθανε < κατθναίσκω)] … Dictionary of Greek